κύρμα

κύρμα
κύρμα, ατος, τό, ([etym.] κύρω)
A that which one meets with or finds: hence, booty, prey, spoil, κ. γίγνομαι, c. dat.,

ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένησθε Il.5.488

;

κυσὶ κύρμα γενέσθαι 17.272

;

οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κ. γ. Od.3.271

;

θήρεσσιν 5.473

;

φώκῃσι καὶ ἰχθύσι 15.480

.
II of a person, one who gets booty, swindler, Ar.Av.431.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύρμα — ατος, τὸ (Α) [κύρω] 1. καθετί που συναντά ή βρίσκει κάποιος, εύρημα, λεία («οἰωνοῑσιν... κύρμα γενέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) απατεώνας, πανούργος …   Dictionary of Greek

  • κύρμα — that which one meets with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύρημα — κύρημα, τὸ (Α) [κύρω] (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”